-
1 κείω
κείω (A), once in Hom. [full] κέω (v. infr., cf. A.D.Adv.143.11), [dialect] Ep. Desiderat. of κεῖμαι, βῆ δ' ἴμεναι κείων he wentA to lie down, went to bed, Od.14.532, cf. 18.428;ἔνθ' ἴομεν κείοντες Il.14.340
; κείω I will lie, Od.19.340; κειέμεν οὕτω that they will lie thus, 8.315; ὄρσο κέων get thee to bed, 7.342.2 later, simply, sleep, rest, Arat. 1009.------------------------------------κείω (B),
См. также в других словарях:
ένθα — (AM ἔνθα) επίρρ. τοπ. όπου, στο μέρος όπου («ὁ τόπος μέν... ἔνθα τήν κόρην εἶδον», Διγ. Ακρ.) αρχ. (για τόπο, δεικτ.) 1. εκεί, σ εκείνο τον τόπο [«καὶ νύ κε τὴν ἔνθ ὦκα βάλεν μεγάλας ποτὶ πέτρας» κι αυτήν (την Αργώ) θα τή χτυπούσε αμέσως εκεί… … Dictionary of Greek
κείω — (I) κείω και, στον Όμ. μια φορά, κέω (Α) 1. θέλω να κοιμηθώ («ἔνθ ἴομεν κείοντες ἐπεὶ νύ τοι εὔαδεν εὐνή», Ομ. Ιλ.) 2. πλαγιάζω, κοιμάμαι («ὄρσο κέων, ὦ ξεῑνε πεποίηται δέ τοι εὐνή» πήγαινε να πλαγιάσεις, ξένε σού έχουμε ετοιμάσει κρεβάτι, Ομ. Οδ … Dictionary of Greek